- σφάζω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε με, πῶς με ἡ μήτηρ ἡμῶν ἔσφαξε», πάπ.)νεοελλ.φρ. «σφάζω με το βαμπάκι» — θίγω κάποιον με ήπιες αλλά εύστοχες εκφράσειςαρχ.1. θυσιάζω (α. «πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένει' ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῑσα τῆλε πάτρας», Πίνδ.β. «πολλὰ δὲ ἴφια μῆλα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῡς ἔσφαζον», Ομ. Ιλ.)2. φρ. «σφάζω τινὰ εἰς τὸν κρατήρα» — σφάζω έτσι ώστε το αίμα να τρέξει μέσα στον κρατήρα (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Είναι φανερό ότι το ρ. σφάζω εμφανίζει θ. σφαγ- (πρβλ. σφαγ-ή, δια-σφάξ) και επίθημα -jω. Για την πιθανή σχέση του ρ. με τον τ. φάσγανον «ξίφος, μαχαίρι», βλ. λ. φάσγανον. Αντίθετα, η σύνδεση του με το αρμ. spananem «σκοτώνω» είναι μάλλον αμφίβολη. Από το θ. σφαγ- του σφάζω, εξάλλου, προέρχονται και τα τοπωνύμια Σφαγία, Σφαγίαι (πρβλ. πιθ. μυκην. pakijane) και Σφακτηρία. Το ρ. με αρχική σημ. «αποκεφαλίζω» ή «σχίζω» χρησιμοποιήθηκε στον Όμ. αποκλειστικά για ζώα, ιδιαίτερα δε για τις θυσίες, ενώ αργότερα επεκτάθηκε και στα ανθρώπινα θύματα και τελικά σε οποιοδήποτε αποκεφαλισμένο ον].
Dictionary of Greek. 2013.